-
1 πρόταση
[-ις (-εως)] η1) предложение (в разн. знач);κάνω πρόταση — вносить предложение, делать предложение, предлагать;
κάνω πρόταση γάμου — делать предложение (руки);
απορρίπτω (δέχομαι) την πρόταση — отвергать (принимать) предложение;
κυρία (δευτερεύουσα) πρόταση — грам, главное (придаточное) предложение;
2) спорт, вытягивание рук вперёд;3) πλ. юр. письменные заявления сторон; 4) мат. задание; 5) лог. посылка;η μείζων (ελάσσων) πρόταση — большая (малая) посылка
-
2 πρόταση
[протаси] ουσ. Θ. (в разн. значениях) предложение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρόταση
-
3 πρόταση
[протаси] ουσ θ (в разн. значениях) предложение. -
4 πρόταση
öneri, teklif -
5 πρόταση
1) phrase2) proposition -
6 πρόταση
1) propozycja (f) rzecz.2) wniosek (m) rzecz.3) zdanie (n) rzecz. -
7 πρόταση
1) návrh2) věta -
8 πρόταση
1) motion2) premise3) proposal4) sentence5) suggestionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρόταση
-
9 öneri
πρόταση, εισήγηση -
10 önerme
πρόταση, κρίση -
11 teklif
πρόταση, εισήγηση -
12 tümce
πρόταση, φράση -
13 phrase
πρόταση -
14 proposition
πρόταση -
15 věta
πρόταση -
16 proposal
πρόταση -
17 suggestion
πρόταση -
18 propozycja
πρόταση -
19 предложение
-я ουδ.1. προσφορά, παροχή•помощи παροχή βοήθειας.2. πρόταση•внести конкретные -я βάζω συγκεκριμένη πρόταση•
сделать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•
- принято η πρόταση έγινε δεκτή•мирные -я ειρηνικές προτάσεις.
3. πρόταση γάμου.4. (οικν.) προσφορά•спрос и предложение ζήτηση και προσφορά.
εκφρ.делать предложение – κάνω πρόταση γάμου.-я ουδ. (γραμμ.) πρόταση•простое предложение απλή πρόταση•
сложное предложение σύνθετη πρόταση•
главное предложение κύρια πρόταση•
чгридаточ-ное предложение δευτερεύουσα πρόταση•
неполное предложение ελ-λειπής πρόταση.
(λογ.)βλ. суждение. -
20 предложение
I предложение υποστηρίζω την πρόταση· \предложение порядок τηρώ την τάξη 2) (помочь) βοηθώ II предложение с 1) η πρόταση (тж. грам.)· вносить \предложение κάνω πρόταση· принимать \предложение δέχομαι την πρόταση 2) эк. η προσφορά* спрос и \предложение η ζήτηση και η προσφορά ◇ сделать \предложение κάνω πρόταση γάμου* * *с1) η πρόταση (тж. грам.)вноси́ть предложе́ние — κάνω πρόταση
принима́ть предложе́ние — δέχομαι την πρόταση
2) эк. η προσφοράспрос ипредложе́ние — η ζήτηση και η προσφορά
••сде́лать предложе́ние — κάνω πρόταση γάμου
См. также в других словарях:
πρόταση — η / πρότασις, άσεως, Ν ΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προτείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προτείνω, το να τείνει κανείς κάτι προς τα εμπρός, προβολή, προέκταση 2. διατύπωση ή υποβολή γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αίτησης (α. «πρόταση γάμου» β … Dictionary of Greek
πρόταση — η 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προτείνω. 2. τέντωμα προς τα εμπρός, προβολή, προέκταση: Πρόταση των χεριών. 3. μτφ., διατύπωση γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αιτήματος: Πρόταση γάμου. – Πρόταση συμβιβασμού κτλ. 4. (γραμμ.), σύντομη διατύπωση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή … Dictionary of Greek
αίτημα — Ό,τι ζητά κανείς, η απαίτηση. (Μαθημ., Φυσ.) Θεμελιώδης πρόταση που μπορεί με τη βοήθεια υποθέσεων και ορισμών να χρησιμεύσει ως βάση για την οικοδόμηση μιας θεωρίας ή για την εξήγηση μιας σειράς πράξεων ή φαινομένων. Το α., σε αντίθεση με το… … Dictionary of Greek
πρόκληση — η / πρόκλησις, εως, ΝΑ και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προκαλῶ] 1. η ενέργεια τού προκαλώ, σκόπιμη ή ακούσια ενέργεια που προκαλεί, επιθετική στάση, ερεθισμός (α. «η επίδειξη τού πλούτου είναι πρόκληση για τους φτωχούς» β. «τα όσα δημοσιεύθηκαν στις… … Dictionary of Greek
επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης … Dictionary of Greek
σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… … Dictionary of Greek